οἰδηματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(6_7)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰδημᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), ὁ ἔχων «πρήξιμον», Γαλην. τ. 6, σ. 752 ἐν τέλει, ἔκδ. Κühm· [[οἰδηματώδης]] [[ὄγκος]] Ἐρωτιαν. σ. 172 ἐν λ. [[ἥπατος]] [[ζύμωσις]].
|lstext='''οἰδημᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]), ὁ ἔχων «πρήξιμον», Γαλην. τ. 6, σ. 752 ἐν τέλει, ἔκδ. Κühm· [[οἰδηματώδης]] [[ὄγκος]] Ἐρωτιαν. σ. 172 ἐν λ. [[ἥπατος]] [[ζύμωσις]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[οἰδηματώδης]], -ῶδες) [[οίδημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται με τη [[μορφή]] οιδήματος, όμοιος με [[οίδημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰδηματώδης Medium diacritics: οἰδηματώδης Low diacritics: οιδηματώδης Capitals: ΟΙΔΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: oidēmatṓdēs Transliteration B: oidēmatōdēs Transliteration C: oidimatodis Beta Code: oi)dhmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A swollen, Gal.6.752, Alex.Trall.Febr. 2.

German (Pape)

[Seite 297] ες, geschwulstartig, ὄγκος u. ä., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οἰδημᾰτώδης: -ες, (εἶδος), ὁ ἔχων «πρήξιμον», Γαλην. τ. 6, σ. 752 ἐν τέλει, ἔκδ. Κühm· οἰδηματώδης ὄγκος Ἐρωτιαν. σ. 172 ἐν λ. ἥπατος ζύμωσις.

Greek Monolingual

-ες (Α οἰδηματώδης, -ῶδες) οίδημα
1. αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή οιδήματος, όμοιος με οίδημα
2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.