οἰκίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκίδιος''': -α, -ον, = [[οἰκεῖος]], Ὀππ. Κ. 1. 473. | |lstext='''οἰκίδιος''': -α, -ον, = [[οἰκεῖος]], Ὀππ. Κ. 1. 473. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰκίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[οικείος]], [[οικιακός]], [[σπιτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται στο [[σπίτι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δημόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μητρ</i>-[[ίδιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐδ], α, ον,
A = οἰκεῖος, domestic, Opp.C.1.473.
German (Pape)
[Seite 301] = οἰκεῖος, Sp., wie Opp. Cyn. 1, 472.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκίδιος: -α, -ον, = οἰκεῖος, Ὀππ. Κ. 1. 473.
Greek Monolingual
οἰκίδιος, -ία, -ον (Α)
1. οικείος, οικιακός, σπιτικός
2. αυτός που γίνεται στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μητρ-ίδιος)].