οἰκωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui est un bien pour une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ὀφέλλω]].
|btext=ής, ές :<br />qui est un bien pour une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ὀφέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκωφελής]], -ές (Α)<br />[[ωφέλιμος]] για το [[σπίτι]], [[ιδίως]] από οικονομική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]]). Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-<i>ωφελής</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ωφελής</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκωφελής Medium diacritics: οἰκωφελής Low diacritics: οικωφελής Capitals: ΟΙΚΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: oikōphelḗs Transliteration B: oikōphelēs Transliteration C: oikofelis Beta Code: oi)kwfelh/s

English (LSJ)

ές,

   A beneficial to the house, only in Adv. -λῶς D.C.56.7.

German (Pape)

[Seite 304] ές, dem Hause nützlich, wirthlich, Theocr. 28, 2. – Adv. οἰκωφελῶς, D. C. 56, 7.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν πόνος οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 ἔνθα νῦν: γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est un bien pour une maison.
Étymologie: οἶκος, ὀφέλλω.

Greek Monolingual

οἰκωφελής, -ές (Α)
ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωφελής (< ὄφελος). Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ-ωφελής, ψυχ-ωφελής)].