οἰνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
(6_7)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.
|lstext='''οἰνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[οἰνοειδής]], -ές) [[οίνος]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κρασί]] [[κατά]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]] («οἰνοειδῆ ποτά», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοειδής Medium diacritics: οἰνοειδής Low diacritics: οινοειδής Capitals: ΟΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: oinoeidḗs Transliteration B: oinoeidēs Transliteration C: oinoeidis Beta Code: oi)noeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like wine, Hsch.s.v. οἰνωπόν.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοειδής: -ές, ὅμοιος οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοειδής, -ές) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση («οἰνοειδῆ ποτά», Ησύχ.).