οἰνοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_3)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, [[ὑπάλληλος]] φυλάττων τὸν [[οἶνον]] τοῦ δημοσίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3663Α. 14.
|lstext='''οἰνοφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, [[ὑπάλληλος]] φυλάττων τὸν [[οἶνον]] τοῦ δημοσίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3663Α. 14.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]], [[φύλακας]] που [[έργο]] του ήταν η [[φύλαξη]] του οίνου του δημοσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοφύλαξ Medium diacritics: οἰνοφύλαξ Low diacritics: οινοφύλαξ Capitals: ΟΙΝΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: oinophýlax Transliteration B: oinophylax Transliteration C: oinofylaks Beta Code: oi)nofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A an officer who had charge of the municipal wines, Michel 1226 (Cyzic.), CIG3663A14 (ibid.), JHS22.206 (ibid.), Milet.3p.177No.33e5.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὑπάλληλος φυλάττων τὸν οἶνον τοῦ δημοσίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3663Α. 14.

Greek Monolingual

οἰνοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
υπάλληλος, φύλακας που έργο του ήταν η φύλαξη του οίνου του δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φύλαξ.