ὀκνηρία: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(6_9) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκνηρία''': ἡ, = [[ὄκνος]]. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), [[συχν]]. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ. | |lstext='''ὀκνηρία''': ἡ, = [[ὄκνος]]. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), [[συχν]]. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀκνηρία]]) [[οκνηρός]]<br />[[τάση]] για [[αποφυγή]] εργασίας και [[κάθε]] δραστηριότητας, [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]] («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ὄκνος, LXXEc.10.18, PMasp.158.15(vi A. D.), Gloss.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀκνηρία: ἡ, = ὄκνος. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.
Greek Monolingual
η (Α ὀκνηρία) οκνηρός
τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»).