ὀκτάπλεθρος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκτάπλεθρος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61. | |lstext='''ὀκτάπλεθρος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀκτάπλεθρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μήκος]] η [[πλάτος]] ή [[μέγεθος]] ίσο με [[οκτώ]] πλέθρα («[ναὸς] [[ὀκτάπλεθρος]] τὴν περίοδον», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[πλέθρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A eight plethra long or large, D.H.4.61.
German (Pape)
[Seite 317] acht Plethren groß; D. Hal. 4, 61; μῆκος, Plut. Pyrrh. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος ἢ μέγεθος ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61.
Greek Monolingual
ὀκτάπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος η πλάτος ή μέγεθος ίσο με οκτώ πλέθρα («[ναὸς] ὀκτάπλεθρος τὴν περίοδον», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + πλέθρον.