ὀλιγόβιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγόβιος''': -ον, ὁ ὀλίγον χρόνον βιῶν, [[βραχύβιος]], - Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1, ἐν τῷ συγκρ. | |lstext='''ὀλῐγόβιος''': -ον, ὁ ὀλίγον χρόνον βιῶν, [[βραχύβιος]], - Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1, ἐν τῷ συγκρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλιγόβιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ζει [[λίγα]] [[χρόνια]], που έχει βραχύ βίο, [[βραχύβιος]], [[ολιγόζωος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀλιγόβιον</i><br />η [[βραχύτητα]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]], <b>πρβλ.</b> <i>βραχύ</i>-<i>βιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A short-lived, Arist. HA605b24 (Comp.), LXXJb.11.2, 14.1, S.E.M.1.73.
German (Pape)
[Seite 320] von kurzem Leben, ζῶον, S. Emp. a, dv. gramm. 73.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόβιος: -ον, ὁ ὀλίγον χρόνον βιῶν, βραχύβιος, - Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1, ἐν τῷ συγκρ.
Greek Monolingual
ὀλιγόβιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ζει λίγα χρόνια, που έχει βραχύ βίο, βραχύβιος, ολιγόζωος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγόβιον
η βραχύτητα του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + βίος, πρβλ. βραχύ-βιος].