ὀλιγοπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγοπόλιος''': -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.
|lstext='''ὀλῐγοπόλιος''': -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγοπόλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοπόλιος Medium diacritics: ὀλιγοπόλιος Low diacritics: ολιγοπόλιος Capitals: ΟΛΙΓΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: oligopólios Transliteration B: oligopolios Transliteration C: oligopolios Beta Code: o)ligopo/lios

English (LSJ)

ον,

   A with thin grey hair, Hsch. s.v. σπαρνοπόλιος.

German (Pape)

[Seite 321] mit wenigen, einzelnen grauen Haaren, Hesych. Erkl. von σπανιοπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.

Greek Monolingual

ὀλιγοπόλιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πολιός «γκρίζος»].