ὀλοεργής: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6_7)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλοεργής''': -ές, Μανέθων 6. 72· καὶ -εργός, όν, Νικ. Θηρ. 828, [[λίαν]] καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]].
|lstext='''ὀλοεργής''': -ές, Μανέθων 6. 72· καὶ -εργός, όν, Νικ. Θηρ. 828, [[λίαν]] καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλοεργής]], -ές (Α)<br />[[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλοός]] (Ι) «[[καταστρεπτικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοεργής Medium diacritics: ὀλοεργής Low diacritics: ολοεργής Capitals: ΟΛΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: oloergḗs Transliteration B: oloergēs Transliteration C: oloergis Beta Code: o)loergh/s

English (LSJ)

ές,

   A ruinous, destructive, Man.6.722.

German (Pape)

[Seite 325] ές, Verderbliches thuend, Maneth. 6, 722.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοεργής: -ές, Μανέθων 6. 72· καὶ -εργός, όν, Νικ. Θηρ. 828, λίαν καταστρεπτικός, ὀλέθριος.

Greek Monolingual

ὀλοεργής, -ές (Α)
καταστρεπτικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός» + -εργής (< ἔργον)].