ὀλοφλυκτίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_12)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλοφλυκτίς''': -ίδος, ἡ, [[φλύκταινα]], Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - [[φλύκταινα]] ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» [[Πολυδ]]. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).
|lstext='''ὀλοφλυκτίς''': -ίδος, ἡ, [[φλύκταινα]], Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - [[φλύκταινα]] ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» [[Πολυδ]]. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφλυκτίς]] και [[ὀλοφυκτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]] («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φλυκτίς]] «[[φουσκάλα]]». Ο τ. [[ὀλοφυκτίς]] με</i> ανομοιωτική σίγηση του -<i>λ</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφλυκτίς Medium diacritics: ὀλοφλυκτίς Low diacritics: ολοφλυκτίς Capitals: ΟΛΟΦΛΥΚΤΙΣ
Transliteration A: olophlyktís Transliteration B: olophlyktis Transliteration C: oloflyktis Beta Code: o)loflukti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A large pimple, Hp.Mul.2.206 ; pimple on the tongue, Myrtil.3.

German (Pape)

[Seite 327] ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Blatter, Blase, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφλυκτίς: -ίδος, ἡ, φλύκταινα, Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - φλύκταινα ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» Πολυδ. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).

Greek Monolingual

ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, -ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση του -λ-].