ὀμβρία: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(28) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀμβρία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> όμβρος, [[βροχή]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. ουσιαστικό που έχει σχηματιστεί, πιθ., κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[ανομβρία]]]. | |mltxt=[[ὀμβρία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> όμβρος, [[βροχή]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. ουσιαστικό που έχει σχηματιστεί, πιθ., κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[ανομβρία]]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η [[όμβρος]]<br />άφθονη [[βροχή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A rain, Sch.Ar.Nu.298.
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, Regenwetter, bei Theophr. zw.; Schol. Ar. Nubb. 298. – Früher f. L, für ὀβρίαι Poll. 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμβρία: ἡ, ὄμβρος, βροχή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 298. ΙΙ. ὀμβρία, ἡ, = νοτία, λίθος τις τῶν τιμίων, Πλίνιος h. n. XXXVII, 65.
Greek Monolingual
ὀμβρία, ἡ (Α)
1. όμβρος, βροχή
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ουσιαστικό που έχει σχηματιστεί, πιθ., κατ' αποκοπή από το σύνθ. ανομβρία].