ὁμοιοκατάληκτος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />de même terminaison.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[καταλήγω]]. | |btext=ος, ον :<br />de même terminaison.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[καταλήγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιοκατάληκτος]], -ον)<br />(για στίχους) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]] (<b>πρβλ.</b> <i>μακρο</i>-<i>κατάληκτος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ending alike, ib.50.25, al.
German (Pape)
[Seite 335] von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοκατάληκτος: -ον, ὁ ὁμοίως καταλήγων, τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἔχων, ἐπὶ στίχων, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 96C· ῥῆμ.: ὁμοιοκαταληκτέω, αὐτόθι 115Α· οὐσιαστ. ὁμοιοκαταληξία, Εὐστ. 1399. 55· καὶ -ληξις, εως, ἡ, Σχολ. εἰς Ὀδ. Η. 115· ― ὡσαύτως, ὁμοιοκαταληκτώδης, ες, Βίος Ἰσοκρ. ἐν τοῖς Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 13. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de même terminaison.
Étymologie: ὅμοιος, καταλήγω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμοιοκατάληκτος, -ον)
(για στίχους) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + καταλήγω (πρβλ. μακρο-κατάληκτος)].