ὁμοπληθής: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(6_7) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοπληθής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[μέγεθος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐκλείδου. | |lstext='''ὁμοπληθής''': -ές, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[μέγεθος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐκλείδου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμοπληθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[πλήθος]], [[ισάριθμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμοπληθῆ εἴδη»<br /><b>μαθημ.</b> σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο [[πλήθος]] μονάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>πληθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, Math., of classes or series
A containing the same number of individuals or terms, ὁ. εἴδη terms with the same coefficient, Dioph.IDef.10.
German (Pape)
[Seite 339] ές, von gleicher Menge, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοπληθής: -ές, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ μέγεθος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐκλείδου.
Greek Monolingual
ὁμοπληθής, -ές (Α)
1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος
2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη»
μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής].