ὁμοιοταχής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
(6_7) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιοτᾰχής''': -ές, ὁ ἐξ ἴσου ἢ ὁμοίως [[ταχύς]], Σχολ. εἰς Ἄρατ. 19. Ἐπίρρ. -χῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7. | |lstext='''ὁμοιοτᾰχής''': -ές, ὁ ἐξ ἴσου ἢ ὁμοίως [[ταχύς]], Σχολ. εἰς Ἄρατ. 19. Ἐπίρρ. -χῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμοιοταχής]], -ές (Α)<br />αυτός που κινείται με την [[ίδια]] [[ταχύτητα]] σε [[σχέση]] με έναν [[άλλο]], [[ισοταχής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιοταχῶς</i> (Α)<br />με την [[ίδια]] [[ταχύτητα]], ισοταχώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τάχος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A moving with equal velocity, Sch.Arat.19. Adv. -χῶς Arist.Mu.392a14 (v.l. ὁμοταχῶς).
German (Pape)
[Seite 336] ές, von gleicher Geschwindigkeit, Sp., Adv., ὁμοιοταχῶς κινεῖσθαί τινι, Arist. mund. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοτᾰχής: -ές, ὁ ἐξ ἴσου ἢ ὁμοίως ταχύς, Σχολ. εἰς Ἄρατ. 19. Ἐπίρρ. -χῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7.
Greek Monolingual
ὁμοιοταχής, -ές (Α)
αυτός που κινείται με την ίδια ταχύτητα σε σχέση με έναν άλλο, ισοταχής.
επίρρ...
ὁμοιοταχῶς (Α)
με την ίδια ταχύτητα, ισοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ταχής (< τάχος)].