ὀμφαλικός: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(6_10)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμφᾰλικός''': -ή, -όν, = [[ὀμφάλιος]], Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.
|lstext='''ὀμφᾰλικός''': -ή, -όν, = [[ὀμφάλιος]], Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀμφαλικός]], -ή, -όν) [[ομφαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «ομφαλικά αγγεία» β. «ομφαλική [[θηλή]]» γ. «ομφαλική [[χώρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[κέντρο]] ενός σώματος ή μιας επιφάνειας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με ομφαλό.
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλικός Medium diacritics: ὀμφαλικός Low diacritics: ομφαλικός Capitals: ΟΜΦΑΛΙΚΟΣ
Transliteration A: omphalikós Transliteration B: omphalikos Transliteration C: omfalikos Beta Code: o)mfaliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ὀμφάλιος, Phan.Hist.29.

German (Pape)

[Seite 343] = ὀμφάλιος, κέντρον, Phanias bei Ath. II, 58 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλικός: -ή, -όν, = ὀμφάλιος, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀμφαλικός, -ή, -όν) ομφαλός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «ομφαλικά αγγεία» β. «ομφαλική θηλή» γ. «ομφαλική χώρα»)
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός σώματος ή μιας επιφάνειας
αρχ.
αυτός που μοιάζει με ομφαλό.