ὀνάγρα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(6_12)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνάγρα''': ἴδε ἐν λ. [[οἰνοθήρας]].
|lstext='''ὀνάγρα''': ἴδε ἐν λ. [[οἰνοθήρας]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀνάγρα]])<br />το [[φυτό]] [[ροδοδάφνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]». Το [[φυτό]] αυτό παραδίδεται και ως [[οἰνοθήρας]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ονοθήρας]])].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνάγρα Medium diacritics: ὀνάγρα Low diacritics: ονάγρα Capitals: ΟΝΑΓΡΑ
Transliteration A: onágra Transliteration B: onagra Transliteration C: onagra Beta Code: o)na/gra

English (LSJ)

ἡ,

   A oleander, Nerium Oleander, Dsc.4.117, Paul.Aeg.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνάγρα: ἴδε ἐν λ. οἰνοθήρας.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀνάγρα)
το φυτό ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγρα «κυνήγι». Το φυτό αυτό παραδίδεται και ως οἰνοθήρας (βλ. και λ. ονοθήρας)].