ὀνειράτιον: Difference between revisions
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
(6_22) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνειράτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄνειρος]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 197. | |lstext='''ὀνειράτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄνειρος]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 197. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνειράτιον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του όνειρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀνειρατ</i>- του [[ὄνειραρ]], -<i>ατος</i>(<b>βλ. λ.</b> <i>όναρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄνειρος, Sch. A. R.2.197.
German (Pape)
[Seite 345] τό, dim. zum Vorigen, Träumchen, Schol. Ap. Rh. 2, 197.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειράτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνειρος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 197.
Greek Monolingual
ὀνειράτιον, τὸ (Α)
υποκορ. του όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνειρατ- του ὄνειραρ, -ατος(βλ. λ. όναρ)].