ὀξύσχοινος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύσχοινος''': ὁ, [[σχοῖνος]] ἄποξις ἐπ’ ἄκρου, [[εἶδος]] ἑλείας σχοίνου, Βατραχομυομ. 164, Διοσκ. 4. 52. | |lstext='''ὀξύσχοινος''': ὁ, [[σχοῖνος]] ἄποξις ἐπ’ ἄκρου, [[εἶδος]] ἑλείας σχοίνου, Βατραχομυομ. 164, Διοσκ. 4. 52. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξύσχοινος]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] σχοίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχοῖνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A great sea-rush, Juncus acutus, Batr.164, Dsc.4.52, Gal.12.136.
German (Pape)
[Seite 354] ὁ, eine spitze od. scharfe Binsenart, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύσχοινος: ὁ, σχοῖνος ἄποξις ἐπ’ ἄκρου, εἶδος ἑλείας σχοίνου, Βατραχομυομ. 164, Διοσκ. 4. 52.
Greek Monolingual
ὀξύσχοινος, ὁ (Α)
είδος σχοίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + σχοῖνος.