οξυτονώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(29)
(No difference)

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

(Α ὀξυτονῶ, -έω) οξύτονος
βάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο
2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους
3. απολήγω σε οξύ άκρο.