Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(Α ὀξυτονῶ, ὀξυτονέω) οξύτονοςβάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξείααρχ.1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους3. απολήγω σε οξύ άκρο.