ὀπητίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6_22)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπητίδιον''': τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. [[ὄπεας]].
|lstext='''ὀπητίδιον''': τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. [[ὄπεας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπητίδιον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του [[ὄπεας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄπεας]], -<i>ατος</i> «αιχμηρό όργανο» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]], με [[συναίρεση]] τών φωνηέντων -<i>εα</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 356] τό, dim. zu ὄπεας, Poll. 7, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπητίδιον: τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. ὄπεας.

Greek Monolingual

ὀπητίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ὄπεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, -ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων -εα-].