ὀπωροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6_4)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπωροφύλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, [[ἀγροφύλαξ]], Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 4, Διόδ. 4. 6.
|lstext='''ὀπωροφύλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, [[ἀγροφύλαξ]], Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 4, Διόδ. 4. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπωροφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />αυτός που φυλάγει τα οπωροφόρα δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωροφύλαξ Medium diacritics: ὀπωροφύλαξ Low diacritics: οπωροφύλαξ Capitals: ΟΠΩΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: opōrophýlax Transliteration B: opōrophylax Transliteration C: oporofylaks Beta Code: o)pwrofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A watcher of fruits, garden-watcher, Arist.Pr.938a16, D.S.4.6, PRyl.244Intr. (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 365] ακος, ὁ, Obstwächter; Arist. probl. 25, 2; τῶν ἀμπελώνων, D. Sic. 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωροφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, ἀγροφύλαξ, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 4, Διόδ. 4. 6.

Greek Monolingual

ὀπωροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που φυλάγει τα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φύλαξ.