ὀρθόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(SL_2)
(29)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀρθόβουλος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[correct]] [[counsel]] ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)
|sltr=[[ὀρθόβουλος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[correct]] [[counsel]] ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθόβουλος]], -ον)<br />αυτός που σκέπτεται σωστά, που δίνει ορθή [[βουλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>βουλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόβουλος Medium diacritics: ὀρθόβουλος Low diacritics: ορθόβουλος Capitals: ΟΡΘΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: orthóboulos Transliteration B: orthoboulos Transliteration C: orthovoulos Beta Code: o)rqo/boulos

English (LSJ)

ον,

   A right-counselling, wise, μῆτις, μαχαναί, Pi.P.4.262,8.75 ; of persons, A.Pr.18.

German (Pape)

[Seite 374] grade, recht rathend, guten Rath gebend; μῆτις, μαχαναί, Pind. P. 4, 262. 8, 78; Θέμις, Aesch. Prom. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόβουλος: ὁ ὀρθὰ βουλευόμενος, σοφός, μῆτις, μηχαναὶ Πινδ. Π. 4. 466., 8. 106· ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui conseille droitement, qui donne des sages avis.
Étymologie: ὀρθός, βουλή.

English (Slater)

ὀρθόβουλος, -ον
   1 of correct counsel ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθόβουλος, -ον)
αυτός που σκέπτεται σωστά, που δίνει ορθή βουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. κακό-βουλος].