ὀπτεύω: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=voir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπτός]]².
|btext=voir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπτός]]².
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπτεύω]] (Α)<br />[[βλέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀπτεύω]] έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από τα ρ. σε -[[οπτεύω]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>οπτος</i> ή -<i>οπτης</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-[[οπτεύω]], <i>κατ</i>-[[οπτεύω]]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτεύω Medium diacritics: ὀπτεύω Low diacritics: οπτεύω Capitals: ΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: opteúō Transliteration B: opteuō Transliteration C: opteyo Beta Code: o)pteu/w

English (LSJ)

   A = ὁράω, see, Ar.Av.1061 (lyr.), A.D.Synt.290.18, Max.Tyr. 8.7 ; but ὀπτευσάμενοι (μόχθους) in Eust.ad D.P.195 is prob. f.l. for ὀττευσάμενοι.

German (Pape)

[Seite 363] = ὁράω, sehen, Ar. Av. 1061.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτεύω: ὁράω, βλέπω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1061.

French (Bailly abrégé)

voir.
Étymologie: ὀπτός².

Greek Monolingual

ὀπτεύω (Α)
βλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' απόσπαση από τα ρ. σε -οπτεύω (< -οπτος ή -οπτης), πρβλ. δι-οπτεύω, κατ-οπτεύω].