ὁρμιστηρία: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
(6_9)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρμιστηρία''': ἡ, [[σχοινίον]] ἢ [[ἅλυσις]] πρὸς πρόσδεσιν ἢ ἐξάρτησιν πράγματός τινος, Διόδ. 17. 44, Φίλων Βελοπ. 91Β.
|lstext='''ὁρμιστηρία''': ἡ, [[σχοινίον]] ἢ [[ἅλυσις]] πρὸς πρόσδεσιν ἢ ἐξάρτησιν πράγματός τινος, Διόδ. 17. 44, Φίλων Βελοπ. 91Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁρμιστηρία]], ἡ (Α)<br />[[αλυσίδα]] ή [[σχοινί]] με το οποίο προσδένεται ή από το οποίο εξαρτάται ένα [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρμιστήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁρμίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]] [ΙΙ])].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμιστηρία Medium diacritics: ὁρμιστηρία Low diacritics: ορμιστηρία Capitals: ΟΡΜΙΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: hormistēría Transliteration B: hormistēria Transliteration C: ormistiria Beta Code: o(rmisthri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cord or chain for holding fast or hanging up a thing, Ph.Bel.91.12, D.S.17.44.

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, Seil, um Etwas fest, in der Höhe zu erhalten, D. Sic. 17, 44, v. l. ὁρμητηρία.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμιστηρία: ἡ, σχοινίονἅλυσις πρὸς πρόσδεσιν ἢ ἐξάρτησιν πράγματός τινος, Διόδ. 17. 44, Φίλων Βελοπ. 91Β.

Greek Monolingual

ὁρμιστηρία, ἡ (Α)
αλυσίδα ή σχοινί με το οποίο προσδένεται ή από το οποίο εξαρτάται ένα αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιστήρ (< ὁρμίζω < ὅρμος [ΙΙ])].