ὁσῶραι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(c2) |
(29) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] = ὅσαι ὧραι, jede Stunde, jede Tages- od. Jahreszeit (vgl. ὁσήμεραι), erst Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] = ὅσαι ὧραι, jede Stunde, jede Tages- od. Jahreszeit (vgl. ὁσήμεραι), erst Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁσῶραι''': Ἐπίρρ. ἀντὶ ὅσαι ὧραι, ἴδε [[ὁσημέραι]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁσῶραι]] (Μ)<br />[[κάθε]] ώρα, [[κάθε]] [[στιγμή]], σε [[κάθε]] καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>ὅσαι ὧραι</i> (<b>πρβλ.</b> [[οσημέραι]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 401] = ὅσαι ὧραι, jede Stunde, jede Tages- od. Jahreszeit (vgl. ὁσήμεραι), erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσῶραι: Ἐπίρρ. ἀντὶ ὅσαι ὧραι, ἴδε ὁσημέραι.
Greek Monolingual
ὁσῶραι (Μ)
κάθε ώρα, κάθε στιγμή, σε κάθε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅσαι ὧραι (πρβλ. οσημέραι)].