ὀστρύα: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(6_1)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστρύα''': (ἢ ὀστρύη), καὶ [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[δένδρον]] [[μετὰ]] [[λίαν]] σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ [[ὀξύα]], κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.
|lstext='''ὀστρύα''': (ἢ ὀστρύη), καὶ [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[δένδρον]] [[μετὰ]] [[λίαν]] σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ [[ὀξύα]], κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.
}}
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> <b>βλ.</b> [[οστρύα]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρύα Medium diacritics: ὀστρύα Low diacritics: οστρύα Capitals: ΟΣΤΡΥΑ
Transliteration A: ostrýa Transliteration B: ostrya Transliteration C: ostrya Beta Code: o)stru/a

English (LSJ)

(or ὀστρύη), and ὄστρυς, υος, ἡ,

   A hop hornbeam, Ostrya carpinifolia, Thphr.HP3.10.3, cf. 3.3.1, 3.6.1, Plin.HN13.117; also ὀστρυΐς, ΐδος, ἡ, Thphr.HP1.8.2.

German (Pape)

[Seite 401] ἡ, auch ὀστρύς, ύος, ἡ, ein Baum von hartem Holze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρύα: (ἢ ὀστρύη), καὶ ὄστρυς, υος, ἡ, δένδρον μετὰ λίαν σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ ὀξύα, κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.

Greek Monolingual

η
βοτ. βλ. οστρύα.