τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
(29) |
(No difference)
|
οὐλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του οὖλος) σγουρή, κατσαρή
2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλα («οὐλάδες
πῆραι, θύλακοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς)].