παγκρατιαστής: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui lutte <i>ou</i> s’exerce au pancrace.<br />'''Étymologie:''' [[παγκρατιάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui lutte <i>ou</i> s’exerce au pancrace.<br />'''Étymologie:''' [[παγκρατιάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παγκρατιαστής]] (Α) [[παγκρατιάζω]]<br />[[αθλητής]] του παγκρατίου («παγκρατιασταί<br />ἀθληταὶ πύκται)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Παγκρατιαστής</i><br />[[τίτλος]] κωμωδιών του Αλέξιδος και του Φιλήμονος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who practises the παγκράτιον, Pl.R.338c, Euthd.271c, IG5(1).669 (Sparta), etc.; ἀνὴρ π. SIG1073.14 (Olympia, ii A. D.); παῖς π. IG12.846.13; title of plays by Alexis, Philemon, etc.
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, der im Pankration kämpft, der Pankratiast; Plat. Rep. I, 338 e Legg. VIII, 380 a u. Folgde, wie Pol. 28, 16, 4, Plut. – Titel von Comödien des Alexis, Philemon u. Theophilus. Davon
Greek (Liddell-Scott)
παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαγωνιζόμενος τὸ παγκράτιον, Πλάτ. Πολ. 338C, Εὐθύδ. 271C· ἐπιγραφὴ κωμῳδιῶν τοῦ Ἀλέξιδος, Φιλήμονος, κλπ., συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1428, 1969, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui lutte ou s’exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.
Greek Monolingual
παγκρατιαστής (Α) παγκρατιάζω
αθλητής του παγκρατίου («παγκρατιασταί
ἀθληταὶ πύκται)
αρχ.
ως κύριο όν. Παγκρατιαστής
τίτλος κωμωδιών του Αλέξιδος και του Φιλήμονος.