παγκρατιάζω

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτιάζω Medium diacritics: παγκρατιάζω Low diacritics: παγκρατιάζω Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΖΩ
Transliteration A: pankratiázō Transliteration B: pankratiazō Transliteration C: pagkratiazo Beta Code: pagkratia/zw

English (LSJ)

perform the exercises of the παγκράτιον, Isoc.15.252, Pl.Grg. 456d, Chrm.159c, etc.: c. acc. cogn., πάντας ἐπαγκρατίασε τοὺς κλήρους SIG1073.28 (Olympia, ii A. D.): metaph., of gesticulation, sway one's arms about like a gymnast, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.1.26, cf. 33.

German (Pape)

[Seite 436] die Übungen des παγκράτιον machen, dies durchkämpfen; Plat. Gorg. 456 d; Aesch. 1, 26 u. Folgde, wie oft bei Paus.

French (Bailly abrégé)

s'exercer à la lutte du pancrace.
Étymologie: παγκράτιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκρατιάζω [παγκράτιον] het pankration beoefenen.

Russian (Dvoretsky)

παγκρᾰτιάζω:
1 упражняться в панкратии, т. е. заниматься всеборьем Plat., Isocr.;
2 всячески бороться (πρός τινα Plut.);
3 (об ораторе), жестикулировать словно панкратиаст (ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.).

Greek Monolingual

παγκρατιάζω (Α) παγκράτιον
1. αγωνίζομαι στο παγκράτιο
2. μτφ. κινώ βίαια τους βραχίονές μου σαν να γυμνάζομαι στο παγκράτιο, δηλαδή χειρονομώ βίαια, κάνω απότομες χειρονομίες.

Greek Monotonic

παγκρᾰτιάζω: εκτελώ τα αγωνίσματα του παγκρατίου, σε Πλάτ.· μεταφ., κινώ τους βραχίονες όπως όταν κάνω γυμναστική, χειρονομώ, κουνώ τα χέρια βιαστικά και απότομα, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρᾰτιάζω: ἐκτελῶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ παγκρατίου, διαγωνίζομαι τὸ παγκράτιον, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδόσεως § 252, Πλάτ. Γοργ. 456D, Χαρμ. 159C· ― μεταφ., κινῶ τοὺς βραχίονας ποικιλοτρόπως ὡσεὶ γυμναζόμενος, κάμνω βιαίας χειρονομίας, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Αἰσχίν. 4. 33, πρβλ. 5. 21.

Middle Liddell

παγκρᾰτιάζω, [from παγκράτιον
to perform the exercises of the παγκράτιον, Plat.:—metaph. to sway one's arms about like a gymnast, to gesticulate violently, Aeschin.