παγγυναικί: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6_6)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παγγῠναικί''': Ἐπίρρ. μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν, [[παμπαιδὶ]] καὶ [[παγγυναικί]], μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν καὶ παιδίων, Δίων Κ. 41. 9.
|lstext='''παγγῠναικί''': Ἐπίρρ. μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν, [[παμπαιδὶ]] καὶ [[παγγυναικί]], μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν καὶ παιδίων, Δίων Κ. 41. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[παγγυναικί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μαζί]] με όλες τις γυναίκες («[[παμπαιδὶ]] καὶ παγγυναικὶ παρῆσαν», Δἴων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ί</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγγῠναικί Medium diacritics: παγγυναικί Low diacritics: παγγυναικί Capitals: ΠΑΓΓΥΝΑΙΚΙ
Transliteration A: pangynaikí Transliteration B: pangynaiki Transliteration C: paggynaiki Beta Code: paggunaiki/

English (LSJ)

Adv.

   A with all their women, παμπαιδὶ καὶ π. D. C.41.9.

German (Pape)

[Seite 435] mit allen Frauen, neben παμπαιδὶ παρῆσαν, D. Cass. 41, 9.

Greek (Liddell-Scott)

παγγῠναικί: Ἐπίρρ. μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν, παμπαιδὶ καὶ παγγυναικί, μεθ’ ὅλων τῶν γυναικῶν καὶ παιδίων, Δίων Κ. 41. 9.

Greek Monolingual

παγγυναικί (Α)
επίρρ. μαζί με όλες τις γυναίκες («παμπαιδὶ καὶ παγγυναικὶ παρῆσαν», Δἴων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + γυνή, γυναικός + επιρρμ. κατάλ. -ί].