παλίμπλυτος: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui lave pour refaire, <i>càd, fig.</i> plagiaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλύνω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui lave pour refaire, <i>càd, fig.</i> plagiaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλύνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλίμπλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλύθηκε εκ νέου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για λογοκλόπο) αυτός που επεξεργάζεται ή τροποποιεί τα έργα τών άλλων και τά εκδίδει σαν να ήταν δικά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πλυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλύνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A washed up again, vamped up: metaph., of a plagiarist who retouches the works of others and passes them off for his own, κηφὴν π. AP7.708 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 449] wieder gewaschen; übtr. κηφὴν παλ., Diosc. 30 (VII, 708), der die Werke Anderer wieder aufputzt und für die seinigen ausgiebt, plagiarius.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπλυτος: -ον, ἐκ νέου πλυθείς, ἀνακαθαρθείς· μεταφορ., ἐπὶ συγγραφέως σφετεριζομένου τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, ἀνακαινίζοντος ἢ τροποποιοῦντος αὐτὰ καὶ ἐκδιδόντος ὡς ἴδια ἑαυτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 708.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lave pour refaire, càd, fig. plagiaire.
Étymologie: πάλιν, πλύνω.
Greek Monolingual
παλίμπλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που πλύθηκε εκ νέου
2. μτφ. (για λογοκλόπο) αυτός που επεξεργάζεται ή τροποποιεί τα έργα τών άλλων και τά εκδίδει σαν να ήταν δικά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλυτός (< πλύνω)].