πάμβουλος: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
(6_18)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάμβουλος''': -ον, ὁ τοὺς πάντας συμβουλεύων, διαφ. γραφ. ἀντὶ [[πολύβουλος]], Ὀρφ. 24. 4.
|lstext='''πάμβουλος''': -ον, ὁ τοὺς πάντας συμβουλεύων, διαφ. γραφ. ἀντὶ [[πολύβουλος]], Ὀρφ. 24. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[πάμβουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που συμβουλεύει τους πάντες για [[κάθε]] [[ζήτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 453] allrathend, v. l. Orph. H. 24, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πάμβουλος: -ον, ὁ τοὺς πάντας συμβουλεύων, διαφ. γραφ. ἀντὶ πολύβουλος, Ὀρφ. 24. 4.

Greek Monolingual

πάμβουλος, -ον (Α)
αυτός που συμβουλεύει τους πάντες για κάθε ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»)].