παλιμπλεκής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
(6_8)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιμπλεκής''': -ές, ὁ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] πεπλεγμένος, κύρτοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 47.
|lstext='''πᾰλιμπλεκής''': -ές, ὁ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] πεπλεγμένος, κύρτοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 47.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλιμπλεκής]], -ές (Α)<br />ο πλεγμένος [[προς]] τα [[πίσω]] («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>συμ</i>-<i>πλεκής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπλεκής Medium diacritics: παλιμπλεκής Low diacritics: παλιμπλεκής Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΕΚΗΣ
Transliteration A: palimplekḗs Transliteration B: palimplekēs Transliteration C: palimplekis Beta Code: palimplekh/s

English (LSJ)

ές,

   A twined or plaited back, κύρτοι Opp.H.4.47.

German (Pape)

[Seite 449] ές, zurück, entgegen geflochten, κύρτοι, Opp. Hal. 4, 47, frühere Lesart παλιμπλακής.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπλεκής: -ές, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω πεπλεγμένος, κύρτοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 47.

Greek Monolingual

παλιμπλεκής, -ές (Α)
ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ-πλεκής].