παιδιώδης: Difference between revisions
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.<br />'''Étymologie:''' [[παιδιά]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.<br />'''Étymologie:''' [[παιδιά]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παιδιώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[παιδιά]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] παιγνίδια, [[παιγνιώδης]], [[αστείος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.———————— <b>(II)</b><br />[[παιδιώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[παιδίον]]<br />[[παιδαριώδης]], [[παιδιάστικος]] («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (παιδιά)
A playful, Ion Hist.1; fond of amusement, Arist.EN1150b16, Aret.SD1.6; τὸ π. Plu.2.68a. II (παιδίον) puerile, τὸ π. D.H.Pomp.6.
German (Pape)
[Seite 440] ες, nach der Kinder Art, gern spielend, spaßhaft, Sp., vgl. Ion bei Ath. XIII, 603 c; Arist. eth. 7, 7; auch = kindisch.
Greek (Liddell-Scott)
παιδιώδης: -ες, (παιδιὰ) πλήρης παιδιᾶς, παιγνιώδης, Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. (παιδίον) παιδαριώδης, τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.
Étymologie: παιδιά, -ωδης.
Greek Monolingual
(I)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδιά
1. γεμάτος παιγνίδια, παιγνιώδης, αστείος
2. αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.———————— (II)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδίον
παιδαριώδης, παιδιάστικος («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.).