πάμψυχος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />tout vivant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ψυχή]]. | |btext=ος, ον :<br />tout vivant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ψυχή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάμψυχος]], -ον (Α)<br />(για τον Αμφιάραο) ο [[γεμάτος]] [[ψυχή]], δηλ. ζωή και [[δύναμη]] ή, κατ' [[άλλη]] ερμ., αυτός που αναφέρεται σε όλες τις ψυχές («[[πάμψυχος]] ἀνάσσει» — κυβερνά [[γεμάτος]] ζωή και [[δύναμη]] ή, [[κατά]] τον Σχολ., «πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει», κυβερνά όλες τις ψυχές, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ψυχή)
A in full life, π. ἀνάσσει, of Amphiaraus, S.El.841 (lyr., also expld. by Sch. as 'ruling over all the shades' or 'immortal', = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, cf. Od.11.483sq., A. Ch.355).
German (Pape)
[Seite 455] ganz beseelt, durchaus lebend; Soph. El. 831 heißt es vom Amphiaraos ὑπὸ γαίας πάμψυχος ἀνάσσει, was einige alte Erkl. durch ἀθάνατος erkl., Andere πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, αἳ δὴ ἐν χρείᾳ καθεστᾶσι τῆς ἐκείνου μαντικῆς, was Hermann billigt; nicht so einfach ist »er herrscht in voller Lebenskraft«, Gegensatz zum Halbleben der andern Schatten in der Unterwelt, Passow.
Greek (Liddell-Scott)
πάμψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ἐν Σοφ. Ἠλ. 841, π. ἀνάσσει κατὰ τὸν Σχολ., = πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει, πρβλ. Ὀδ. Λ. 483 κἑξ., Αἰσχύλ. Χο. 355.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout vivant.
Étymologie: πᾶν, ψυχή.
Greek Monolingual
πάμψυχος, -ον (Α)
(για τον Αμφιάραο) ο γεμάτος ψυχή, δηλ. ζωή και δύναμη ή, κατ' άλλη ερμ., αυτός που αναφέρεται σε όλες τις ψυχές («πάμψυχος ἀνάσσει» — κυβερνά γεμάτος ζωή και δύναμη ή, κατά τον Σχολ., «πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει», κυβερνά όλες τις ψυχές, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ψυχος (< ψυχή)].