πάνριζος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(6_16)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνριζος''': -ον, = [[πρόρριζος]], ὄλοιτο πάνριζον γένος Καίβ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 28.
|lstext='''πάνριζος''': -ον, = [[πρόρριζος]], ὄλοιτο πάνριζον γένος Καίβ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 28.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[σύρριζα]], ο με όλες του τις ρίζες («ὄλοιτο πάνριζον [[γένος]]» — να χαθεί όλη η [[γενιά]], απ' τη [[ρίζα]], <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αργυρό</i>-<i>ριζος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνριζος Medium diacritics: πάνριζος Low diacritics: πάνριζος Capitals: ΠΑΝΡΙΖΟΣ
Transliteration A: pánrizos Transliteration B: panrizos Transliteration C: panrizos Beta Code: pa/nrizos

English (LSJ)

ον,

   A with all its roots, γένος IG7.2545.28.

Greek (Liddell-Scott)

πάνριζος: -ον, = πρόρριζος, ὄλοιτο πάνριζον γένος Καίβ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 28.

Greek Monolingual

-ον, Α
σύρριζα, ο με όλες του τις ρίζες («ὄλοιτο πάνριζον γένος» — να χαθεί όλη η γενιά, απ' τη ρίζα, επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ριζος (< ῥίζα), πρβλ. αργυρό-ριζος].