παπουτσής: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(30) |
(No difference)
|
Revision as of 12:13, 29 September 2017
Greek Monolingual
και παπουτσάς, ο παπούτσι
1. κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων, υποδηματοποιός
2. επιδιορθωτής υποδημάτων, τσαγγάρης.