παράγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(6_20)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράγνυμι''': σπάνω εἰς τὸ πλάγιον [[μέρος]] ἢ ἐλαφρῶς, Ἱππ. Μοχλ. 866.
|lstext='''παράγνυμι''': σπάνω εἰς τὸ πλάγιον [[μέρος]] ἢ ἐλαφρῶς, Ἱππ. Μοχλ. 866.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[θραύω]] πλαγίως ή [[ελαφρώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]], [[θρυμματίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγνυμι Medium diacritics: παράγνυμι Low diacritics: παράγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: parágnymi Transliteration B: paragnymi Transliteration C: paragnymi Beta Code: para/gnumi

English (LSJ)

   A fracture at the side or slightly, pf. παρέᾱγα (intr.), Hp. Mochl.40.

German (Pape)

[Seite 474] (s. ἄγνυμι), zerbrechen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παράγνυμι: σπάνω εἰς τὸ πλάγιον μέρος ἢ ἐλαφρῶς, Ἱππ. Μοχλ. 866.

Greek Monolingual

Α
θραύω πλαγίως ή ελαφρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].