παρακεκομμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(6_7) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακεκομμένως''': Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4. | |lstext='''παρακεκομμένως''': Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[συντομία]], [[συντόμως]], βραχέως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρακεκομμένος</i> του [[παρακόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A briefly, v.l. for περικ- in Sch.Luc.Lex.3.
German (Pape)
[Seite 482] adv. part. perf. pass. von παρακόπτω, zusammengedrängt, kurz, Luc. Lexiph. 4.
Greek (Liddell-Scott)
παρακεκομμένως: Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συντομία, συντόμως, βραχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκομμένος του παρακόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].