παρακεκομμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακεκομμένως''': Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4.
|lstext='''παρακεκομμένως''': Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[συντομία]], [[συντόμως]], βραχέως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρακεκομμένος</i> του [[παρακόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακεκομμένως Medium diacritics: παρακεκομμένως Low diacritics: παρακεκομμένως Capitals: ΠΑΡΑΚΕΚΟΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: parakekomménōs Transliteration B: parakekommenōs Transliteration C: parakekommenos Beta Code: parakekomme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A briefly, v.l. for περικ- in Sch.Luc.Lex.3.

German (Pape)

[Seite 482] adv. part. perf. pass. von παρακόπτω, zusammengedrängt, kurz, Luc. Lexiph. 4.

Greek (Liddell-Scott)

παρακεκομμένως: Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συντομία, συντόμως, βραχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκομμένος του παρακόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].