παράγειος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
(6_15) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράγειος''': -ον, (γῆ) ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τὰ παρὰ τὴν γῆν, ζῷα παράγεια, ἀντίθετον τῷ πελάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 18. | |lstext='''παράγειος''': -ον, (γῆ) ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τὰ παρὰ τὴν γῆν, ζῷα παράγεια, ἀντίθετον τῷ πελάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και [[κοντά]] στην [[παραλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>υπό</i>-<i>γειος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (γῆ)
A haunting the shallow water near the shore, ζῷα π., opp. πελάγια, Arist.HA602a16; of sea-plants, Thphr.HP4.6.7.
German (Pape)
[Seite 474] an dem Lande, Arist. H. A. 8, 19.
Greek (Liddell-Scott)
παράγειος: -ον, (γῆ) ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τὰ παρὰ τὴν γῆν, ζῷα παράγεια, ἀντίθετον τῷ πελάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 18.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -γειος (< γη), πρβλ. υπό-γειος].