παραμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass.</i> παραμέμιγμαι;<br />mêler, mélanger.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μίγνυμι]].
|btext=<i>pf. Pass.</i> παραμέμιγμαι;<br />mêler, mélanger.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μίγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=και παραμ(ε)ιγνύω Α<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] σε [[μίγμα]] («[[παραμείγνυμι]] [[μέλι]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> «[[αναμιγνύω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμίγνυμι Medium diacritics: παραμίγνυμι Low diacritics: παραμίγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: paramígnymi Transliteration B: paramignymi Transliteration C: paramignymi Beta Code: parami/gnumi

English (LSJ)

   A v. παραμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 489] (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24.

Greek (Liddell-Scott)

παραμίγνυμι: καὶ -ύω, Ἰων. -μίσγω. Ἐγκαταμιγνύω, τινί τι Ἀριστοφ. Σφ. 878· τι καί τι Πλούτ. 2. 59Β· - Παθ., μεταφ., ἠδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 2. ΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., ἀναμιγνύω, προστίθημι διὰ μίξεως, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Ἡρόδ. 1. 203., 4. 61· μέλι, σμύρνην Ἱππ. 475. 46., 660. 49· στεατίου μικρὸν Ἀλέξ. Ἐρετρ. 1· - Παθ., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται Πλάτ. Πολ. 415Β.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. παραμέμιγμαι;
mêler, mélanger.
Étymologie: παρά, μίγνυμι.

Greek Monolingual

και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμαπαραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].