παραπληγία: Difference between revisions
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
(6_20) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραπληγία''': παραπληγικός, Ἰωνικ. ἀντὶ [[παραπληξία]], [[παραπληκτικός]]. | |lstext='''παραπληγία''': παραπληγικός, Ἰωνικ. ἀντὶ [[παραπληξία]], [[παραπληκτικός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[παραπληξία]], η / ιων. τ. [[παραπληγίη]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[παράλυση]] και τών δύο [[κάτω]] [[άκρων]] και του κατώτερου τμήματος του κορμού με συχνή και την [[απώλεια]] της αίσθησης του πόνου, της θερμότητας, της παλλαισθησίας και της θέσης τών μελών του σώματος ή και την [[παράλυση]] της ουροδόχου κύστεως και του ορθού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μερική [[παράλυση]], [[ημιπληγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραπλήξ]], -<i>ῆγος</i> / [[παράπληκτος]]. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>paraplegie</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:14, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 494] ἡ, ion. = παραπληξία, Lob. Phryn. 530.
Greek (Liddell-Scott)
παραπληγία: παραπληγικός, Ἰωνικ. ἀντὶ παραπληξία, παραπληκτικός.
Greek Monolingual
και παραπληξία, η / ιων. τ. παραπληγίη, ΝΜΑ
νεοελλ.
η παράλυση και τών δύο κάτω άκρων και του κατώτερου τμήματος του κορμού με συχνή και την απώλεια της αίσθησης του πόνου, της θερμότητας, της παλλαισθησίας και της θέσης τών μελών του σώματος ή και την παράλυση της ουροδόχου κύστεως και του ορθού
μσν.-αρχ.
παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
μερική παράλυση, ημιπληγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλήξ, -ῆγος / παράπληκτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paraplegie].