παρασιτία: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />métier <i>ou</i> habitudes de parasite.<br />'''Étymologie:''' [[παράσιτος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />métier <i>ou</i> habitudes de parasite.<br />'''Étymologie:''' [[παράσιτος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[παράσιτος]]<br />το να [[είναι]] [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[παράσιτο]], το να εξασφαλίζει την [[συντήρηση]] του εις [[βάρος]] άλλου, το να παρασιτεί.
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασῑτία Medium diacritics: παρασιτία Low diacritics: παρασιτία Capitals: ΠΑΡΑΣΙΤΙΑ
Transliteration A: parasitía Transliteration B: parasitia Transliteration C: parasitia Beta Code: parasiti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A profession of a parasite, Luc. Par.37.

German (Pape)

[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.