παραφράσσω: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=barricader, barrer, obstruer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φράσσω]]. | |btext=barricader, barrer, obstruer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φράσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. παραφράττω Α<br />[[φράζω]] με φραγμό, [[κλείνω]], [[ασφαλίζω]], [[οχυρώνω]] με [[προτείχισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. παραφράττω,
A barricade, πάσας εἰσόδους Hdn.4.1.5, etc. :—Pass., παραπεφράχθαι Plb.10.46.3, ὑπό . . Hdn.3.3.2.
German (Pape)
[Seite 507] att. -ττω (s. φράσσω), durch eine daneben- od. davorgesetzte Einfriedigung, Zaun, Gehäge u. dgl. einschließen; παραπεφράχθαι, Pol. 10, 46, 3; εἰσόδους, Hdn. 4, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
παραφράσσω: Ἀττ. -ττω, φράττω διὰ προτειχίσματος, ὀχυρώνω, Ἡρῳδιαν. 4. 1, κτλ. - Παθ., Πολύβ. 10. 46, 3, Ἡρῳδιαν. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
barricader, barrer, obstruer.
Étymologie: παρά, φράσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. παραφράττω Α
φράζω με φραγμό, κλείνω, ασφαλίζω, οχυρώνω με προτείχισμα.