παρθενώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(6_7)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθενώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς παρθένον, [[παρθενικός]], Στέφ. Β. ἐν λ. Παρθένιος.
|lstext='''παρθενώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς παρθένον, [[παρθενικός]], Στέφ. Β. ἐν λ. Παρθένιος.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, [[παρθένος]]<br />Α ο όμοιος με παρθένο.
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενώδης Medium diacritics: παρθενώδης Low diacritics: παρθενώδης Capitals: ΠΑΡΘΕΝΩΔΗΣ
Transliteration A: parthenṓdēs Transliteration B: parthenōdēs Transliteration C: parthenodis Beta Code: parqenw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A maiden-like, St.Byz. s.v. Παρθένιος.

German (Pape)

[Seite 522] ες (εἶδος), von jungfräulichem Ansehen, jungfräullch, St. B. v. Παρθένιος.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς παρθένον, παρθενικός, Στέφ. Β. ἐν λ. Παρθένιος.

Greek Monolingual

-ῶδες, παρθένος
Α ο όμοιος με παρθένο.