πατροτυψία: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατροτυψία''': ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46. | |lstext='''πατροτυψία''': ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[πατροτύπτης]]<br />το να χτυπά, να δέρνει [[κάποιος]] τον [[πατέρα]] του. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A beating of one's father, S.E.M. 2.46.
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, das Schlagen des Vaters, Sext. Emp. adv. rhett. 46.
Greek (Liddell-Scott)
πατροτυψία: ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46.
Greek Monolingual
ἡ, Α πατροτύπτης
το να χτυπά, να δέρνει κάποιος τον πατέρα του.