πατρωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(6_9)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατρωνῠμία''': ἡ, [[ὄνομα]] σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, [[οἷον]] Πηλείδης, [[Ἀτρείδης]], Εὐστ. 1388. 24.
|lstext='''πατρωνῠμία''': ἡ, [[ὄνομα]] σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, [[οἷον]] Πηλείδης, [[Ἀτρείδης]], Εὐστ. 1388. 24.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΝΑ [[πατρώνυμος]]<br />η [[ονομασία]] κάποιου με όνομα που σχηματίστηκε από το όνομα του [[πατέρα]] του, όπως λ.χ. Πηλείδης, ο [[γιος]] του Πηλέα, Ατρείδης, ο [[γιος]] του Ατρέα.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρωνῠμία Medium diacritics: πατρωνυμία Low diacritics: πατρωνυμία Capitals: ΠΑΤΡΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: patrōnymía Transliteration B: patrōnymia Transliteration C: patronymia Beta Code: patrwnumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A name taken from one's father, patronymic, as Πηλεΐδης, Ἀτρεΐδης, Id.1388.24.

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Name oder Benennung nach dem Vater, Eust. 10, 25.

Greek (Liddell-Scott)

πατρωνῠμία: ἡ, ὄνομα σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, οἷον Πηλείδης, Ἀτρείδης, Εὐστ. 1388. 24.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ πατρώνυμος
η ονομασία κάποιου με όνομα που σχηματίστηκε από το όνομα του πατέρα του, όπως λ.χ. Πηλείδης, ο γιος του Πηλέα, Ατρείδης, ο γιος του Ατρέα.