πεισματικός: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(6_10)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεισμᾰτικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς [[καλῴδιον]]· μεταφορ., πεισματώδης, [[ἐπίμονος]], Εὐστ. 1927. 7. - Επίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
|lstext='''πεισμᾰτικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς [[καλῴδιον]]· μεταφορ., πεισματώδης, [[ἐπίμονος]], Εὐστ. 1927. 7. - Επίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πεισματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[πείσμα]], -<i>ατος</i> (Ι)]<br />αυτός που επιμένει [[σταθερά]] και επίμονα σε [[κάτι]], [[πεισματάρικος]], [[επίμονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πεισματικά</i><br />λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>πεισματικά</i><br />με [[πείσμα]], με [[επιμονή]], με [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με χοντρό [[σχοινί]], με [[καραβόσκοινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[πεισματάρης]], ο [[επίμονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πεισματικώς</i> / <i>πεισματικῶς</i> ΝΜΑ, <i>πεισματικά</i> Ν<br />με [[πείσμα]], με [[ισχυρογνωμοσύνη]], πολύ επίμονα.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισμᾰτικός Medium diacritics: πεισματικός Low diacritics: πεισματικός Capitals: ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peismatikós Transliteration B: peismatikos Transliteration C: peismatikos Beta Code: peismatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like a cable : metaph., pertinacious, PMasp.97 ii 43(vi A. D.), Eust.1927.7.

German (Pape)

[Seite 547] = πεισμάτιος, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεισμᾰτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς καλῴδιον· μεταφορ., πεισματώδης, ἐπίμονος, Εὐστ. 1927. 7. - Επίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεισματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[πείσμα]], -ατος (Ι)]
αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά
λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα
2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως επίρρ.) πεισματικά
με πείσμα, με επιμονή, με ισχυρογνωμοσύνη
μσν.
1. όμοιος με χοντρό σχοινί, με καραβόσκοινο
2. μτφ. ο πεισματάρης, ο επίμονος.
επίρρ...
πεισματικώς / πεισματικῶς ΝΜΑ, πεισματικά Ν
με πείσμα, με ισχυρογνωμοσύνη, πολύ επίμονα.